θηκοσώματα

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

τα
ζωολ. οπισθοβράγχια γαστερόποδα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thecosoma < theco (πρβλ. θηκο- < θήκη) + -soma (πρβλ. σώμα)].