θηλαίος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-α, -ο θηλή
ανατ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή του μαστού
2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» — ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλή
β) «θηλαία άλως» — η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή του μαστού.