μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
-α, -ο θηλή
ανατ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή του μαστού
2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» — ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλή
β) «θηλαία άλως» — η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή του μαστού.