Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
[Seite 1215] aor. II. zu θρώσκω.
inf. ao.2 de θρῴσκω.
θορεῖν: απαρ. αορ. βʹ του θρῴσκω· -θόρε, Επικ. αντί ἔθορε, γʹ ενικ.
θορεῖν: inf. aor. 2 к θρῴσκω.