θυρσώ

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

θυρσῶ, -όω (Α) θύρσος
χρησιμοποιώ κάτι ως θύρσο, περιβάλλω κάτι με φύλλα σαν θύρσο, μεταβάλλω σε θύρσο («λόγχαι τεθυρσωμέναι», Διόδ. Σικ.).