θύλακας

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

ο (Α θύλαξ)
θύλακος
νεοελλ.
στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα του εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θύλακος. Σχηματίστηκε πιθ. υποχωρητικά < θυλάκ-ιον, υποκορ. του θύλακος είτε < θύλακος, που έδιδε την αίσθηση γεν. ουσ. σε -αξ κατά το σχήμα φύλακος-φύλαξ, πίδακος-πίδαξ κ.τ.ό. Βλ. και θύλακος.