θύμα

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ θῦμα) θύω
ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά
νεοελλ.-μσν.
1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)
2. αυτός που έχει υποστεί ζημία, φθορά, εκμετάλλευσηθύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος»)
αρχ.
1. η θυσία ως πράξη («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», Σοφ.)
2. φρ. α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από κάθε είδους καρπό
β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα
3. παροιμ. «θῦμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική σφαγή ή δίωξη φίλων
4. στον πληθ. τὰ θύματα
σφάγια που προορίζονται για τροφή.