θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἰατραλείπτης, ὁ (Α)γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].