ιβιοτάφος

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

ἰβιοτάφος, ὁ (Α)
ο νεκροθάφτης του ιερού πτηνού ίβις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + -ταφος < θ. ταφ-: τάφ-ος, ε-τάφ-ην), πρβλ. άταφος].