ιδιοκατοίκηση

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η
1. το να κατοικεί κάποιος στο δικό του ιδιόκτητο σπίτι και όχι σε νοικιασμένο
2. το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να πάρει για δική του κατοίκηση την κατοικία που έχει νοικιάσει σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + κατοίκηση (< κατοικώ)].