τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
οαυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπος (< κόπος), πρβλ. δημοκόπος, ξυλοκόπος.