ιδροκόπος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπος (< κόπος), πρβλ. δημοκόπος, ξυλοκόπος.