δουλευτής

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source

German (Pape)

[Seite 661] ὁ, Diener, Eustath.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
siervo τοῦ θεοῦ A.Pil.B 16.1, glos. a πρόπολος Sch.Opp.H.5.422.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η)
υπηρέτης, δούλος
μσν.- νεοελλ.
1. εργάτης που ζει από την αμοιβή της εργασίας του
2. εργατικός, φιλόπονος.