ιδροκόπος

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

ο
αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπος (< κόπος), πρβλ. δημοκόπος, ξυλοκόπος.