ιεροσυλώ

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek Monolingual

(Α ἱεροσυλῶ, -έω) ιερόσυλος
διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό
νεοελλ.
ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά
αρχ.
φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» — ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς
β) «ἱεροσυλῶ τὰ ἱερά» — ληστεύω τους ναούς.