ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-ή, -ό (Α ἰκτερικός, -ή, -όν) ίκτερος1. αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό χρώμα»)2. αυτός που πάσχει από ίκτερο.