ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἰλλαίνω (Α)αλληθωρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. -αίνω (πρβλ. θερμαίνω, λευκαίνω)].