ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
ἱμεροθαλής, -ές (Α)αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετεροθαλής, πολυθαλής].