πολυθαλής

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πολλά άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαλής (< θάλος, το «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ετεροθαλής].