ινέω

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἰνέω και ιων. τ. ἰνάω (Α)
αδειάζω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. To ἰν- πιθ. < ισν- με το ι- μακρό. Η λ. μπορεί να συνδέεται με αρχ. ινδ. is-nā-ti «θέτω σε ορμητική κίνηση» και με το ρ. ἰαίνω «μαλακώνω με θερμότητα»].