ιξοβολώ

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

ἰξοβολῶ, -έω (Α) ιξοβόλος
1. πιάνω μικρά πουλιά με ιξόβεργα
2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω.