ιοδόκος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

(I)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωροδόκος, θυοδόκος.
(II)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικεταδόκος, κρεηδόκος.