ιππίας

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

ἱππίας, ὁ (Α) ίππος
1. είδος κομήτη, ο Ιππεύς
2. ως κύριο όν. ό Ἱππίας
όνομα ενός από τους σημαντικότερους σοφιστές.