νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
ἱππελάτης, ό, θηλ. ἱππελάτειρα (Α)αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ονελάτης, ταυρελάτης].