ιπποσκόπος
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
Greek Monolingual
ἱπποσκόπος, ὁ (Α)
πάπ. επόπτης τών ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. μετεωροσκόπος, οιωνοσκόπος].