ισοσταθμώ

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

(Α ἰσοσταθμῶ, -έω) ισόσταθμος
είμαι ή γίνομαι ίσος στο βάρος με κάποιον άλλο.