ισοσταθμώ

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source

Greek Monolingual

(Α ἰσοσταθμῶ, -έω) ισόσταθμος
είμαι ή γίνομαι ίσος στο βάρος με κάποιον άλλο.