ισχάριον

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

ἰσχάριον, τὸ (Α)
μικρό ισχίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον)].