εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
ἰσχάριον, τὸ (Α)μικρό ισχίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον)].