ισωνία

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

ἰσωνία, ἡ (Α)
αρχική τιμή, τιμή κόστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερωνία, πανωνία].