ισωνία

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ἰσωνία, ἡ (Α)
αρχική τιμή, τιμή κόστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερωνία, πανωνία].