ισωνία

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ἰσωνία, ἡ (Α)
αρχική τιμή, τιμή κόστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερωνία, πανωνία].