ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ἰσόπυκνος, -ον (Α)(για χορδές) αυτός που έχει ίση πυκνότητα όταν τεντώνεται.