ιχθυόβρωτος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].