κάρκαδο

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

και κάκαδο και κακάδι, το
το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα της πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο].