κάρκαδο

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

και κάκαδο και κακάδι, το
το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα της πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο].