κρούστα
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
η
1. η σκληρή και λεία επιφάνεια που σχηματίζεται πάνω σε ρευστές ουσίες, επίπαγος, πέτσα, τσίπα (α. «η κρούστα του γάλακτος» β. «κρούστα πάγου»)
2. στερεοποιημένη επιφάνεια άρτου, κόρα
3. (για πληγή) εφελκίδα, εσχάρα, κάκαδο
4. φρ. «φύλλο κρούστας» — λεπτό φύλλο ζύμης για επίστρωμα ή για περιτύλιξη γλυκισμάτων ή φαγητών που έχουν μορφή πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crusta «σκληρή επιφάνεια, κέλυφος»].