κέχλαδον

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monotonic

κέχλᾰδον: ποιητ. αναδιπλ. αορ. βʹ του χλάδω.

Russian (Dvoretsky)

κέχλᾱδον: дор. aor. 2 к *χλάδω.