δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
adv.proprement.Étymologie: καθάριος.
κᾰθᾰρίως:1 Xen. v. l. = καθαρείως;2 отчетливо, ясно (κατόψεσθαι Polyb.).