καθαρείως
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec propreté.
Étymologie: καθάρειος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθᾰρείως: с соблюдением чистоты (κομψῶς καὶ κ. Xen.).