καθεώρων

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

French (Bailly abrégé)

impf. de καθοράω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεώρων: Xen. impf. к καθοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεώρων imperf. van καθοράω.