καθολίκευση
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθολικεύω, γενίκευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντί του γενίκευση < καθολικεύω, ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. generalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βενιαμίν Λέσβιο].