καθυπομιμνήσκομαι
From LSJ
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
Greek Monolingual
καθυπομιμνήσκομαι (Μ)
(επιτατ. του υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-μιμνήσκομαι].