θυμούμαι

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

(I)
θυμοῦμαι (ΑΜ) θυμός
βλ. θυμώ.
(II)
και θυμάμαι και θυμιέμαι (Μ θυμοῦμαι) θυμός
ενθυμούμαι.