αναθυμούμαι

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

(-έομαι) βλ. αναθυμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + θυμούμαι].