καινολογώ
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
καινολογῶ, -έω (Α) καινολόγος
1. μεταχειρίζομαι νέες φράσεις
2. λέω κάτι νέο.