ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
καινολογῶ, -έω (Α) καινολόγος1. μεταχειρίζομαι νέες φράσεις2. λέω κάτι νέο.