καινολογώ

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

καινολογῶ, -έω (Α) καινολόγος
1. μεταχειρίζομαι νέες φράσεις
2. λέω κάτι νέο.