καινούργημα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

German (Pape)

[Seite 1295] τό, Neuerung, Aenderung.

Greek (Liddell-Scott)

καινούργημα: τό, καινοτόμημα, νεωτερισμός, Μεταγεν.

Greek Monolingual

καινούργημα, τὸ (AM) καινουργώ
νεωτερισμός, καινοτόμημα, καινοτομία.