καιροσκοπώ

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

(Α καιροσκοπῶ, -έω) καιροσκόπος
περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να τήν εκμεταλλευθώ, καιροφυλακτώ.