Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
(Α καιροσκοπῶ, -έω) καιροσκόποςπεριμένω την κατάλληλη περίσταση για να τήν εκμεταλλευθώ, καιροφυλακτώ.