καιροσκόπος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassend, K. S.

Greek Monolingual

ο, η (Α καιροσκόπος)
αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, τερασκόπος].