καιροσκόπος

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassend, K. S.

Greek Monolingual

ο, η (Α καιροσκόπος)
αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, τερασκόπος].