καιροφυλακώ
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
καιροφυλακῶ, -έω (Α)
φροντίζω, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακώ (< -φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημεροφυλακώ, σωματοφυλακώ].