κακογλωσσεύω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
κακόγλωσσος
1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ
2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον.