κακοκαμωμένος

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για ανθρώπους, ζώα ή φυτά) άσχημα διαπλασμένος
2. (για πράγματα) άσχημα κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κά(μ)νω].