κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
-η, -ο1. (για ανθρώπους, ζώα ή φυτά) άσχημα διαπλασμένος2. (για πράγματα) άσχημα κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κά(μ)νω].